Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Λαϊκές αυτοβιογραφίες: Σχόλιο του Μ. Γ. Μερακλή σε 3 μέρη

Αναδημοσίευση από το diastixo.gr


Λαϊκές αυτοβιογραφίες Ι


Το 2007, προλόγισα το βιβλίο της Ηπειρώτισσας δημοσιογράφου κυρίας Γεωργίας Σ. Σκοπούλη, Αυτές που γίναν ένα με τη γη (Εκδόσεις Δωδώνη). Περιελάμβανε 66 συνεντεύξεις που είχε πάρει, πιο σεμνά και ταπεινά θα έλεγα, συνομιλίες που είχε κάνει, με συμπατριώτισσές της γεννημένες στα χρόνια από το 1909 έως το 1951, σε μια περίοδο, όπως έλεγα στον πρόλογό μου, «εξόχως ηλεκτρισμένη και δραματική».

Σχεδόν αμέσως μετά το 1975 (χρονιά εκλογής μου στα Ιωάννινα), μιλούσα στους φοιτητές μου για τη σημασία που έχουν για τη Λαογραφία οι αυτοβιογραφικές διηγήσεις λαϊκών ανθρώπων, είδος που είταν γνωστό από τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν Γερμανοί βιομηχανικοί εργάτες έγραφαν τέτοιες αυτοβιογραφίες, παρωθούμενοι από τους ιδεολογικούς καθοδηγητές τους που ήθελαν, και μ' αυτό τον τρόπο, ν' ανεβάσουν το μορφωτικό επίπεδο και το κοινωνικό αυτοσυναίσθημά τους. Ένας από τους πιο δραστήριους λαογράφους της πρώην DDR (Γερμανικής Λαϊκής Δημοκρατίας), ο Hermann Strobach, σε μια ιδιαίτερα σημαντική «Εισαγωγή στη λαϊκή ποίηση» (Λειψία, 1979) είχε εντάξει σ' αυτή και τις αυτοβιογραφίες των εργατών ως λογοτεχνικό είδος.


Το 2013, η κυρία Σκοπούλη εξέδωσε κι ένα δεύτερο συναφές βιβλίο, με αφηγήσεις ανδρών τώρα, και με τον ωραίο τίτλο Στ' απόσκια της Ιστορίας (Εκδόσεις Ροδακιό), που καλύπτουν αυτή τη φορά ολόκληρο τον περασμένο αιώνα (οι δυο πρώτοι αφηγητές στη χρονολογική σειρά είσαν 103 χρονών το 2008, γεννημένοι δηλαδή το 1905, ενώ πολλές φορές η αναφορά τους και στους γονείς τους και στους παππούδες τους μαζί με τον περίγυρό τους οδηγεί για καλά και μέσα στον 19ον αιώνα). Γράφω στον πρόλογό μου: «Είναι αφηγήσεις με αποθησαυρισμένο πολύτιμο υλικό, που μπορεί γενικά να διακριθεί σε δύο κατηγορίες: Υλικό για τη νεότερη Ιστορία της Ηπείρου: τον Πόλεμο, την Κατοχή και την Αντίσταση και τον Εμφύλιο, με την έξαρση που γνώρισαν στην περιοχή τόσο με την παρουσία του ΕΔΕΣ και του ΕΛΑΣ, όσο και με τα συμβάντα προς το τέλος του Εμφυλίου• εύλογα τα γεγονότα αυτά, στα οποία έλαβαν μέρος οι ίδιοι που τα εξιστορούν, δεν λείπουν σχεδόν από καμιάν αφήγηση, καταλαμβάνουν μάλιστα μεγάλο μέρος, και με μιαν ένταση, όχι τόσο λόγω του ύφους καθεαυτό –ο χρόνος που μεσολάβησε επέδρασε οπωσδήποτε ως ένα βαθμό κατευναστικά– όσο με τα ίδια τα ιστορούμενα, σφραγισμένα από αντιθέσεις, αντιφάσεις, παλινωδίες, που συνθέτουν ένα συλλογικό δράμα. Κι ύστερα υπάρχει η καθημερινότητα και ο πολιτισμός της, με την αργή εξέλιξή της, από τις μόλις από τις δεκαετίες του 1960 και 1970 παρατηρούμενες σ' εκείνη την περιοχή μεταβολές».

Κλείνω με την ακόλουθη παράγραφο: «Στην εσχάτην ώρα πήγε και βρήκε η κυρία Σκοπούλη αυτούς τους πολύτιμους πληροφορητές, που αύριο δεν θα υπάρχουν. Το γνωρίζουν και οι ίδιοι. Ο γεροντότερος όλων τελειώνει το λόγο του έτσι: "Τώρα τα νέα παιδιά δεν κάθονται ν' ακούσουν ιστορίες. Πώς ζήσαμεν εμείς οι παλιοί, πώς πιάστηκε το χωριό. Δεν βαριέσαι, καημένε! Περασμένα. Αυτοί γεννήθηκαν σε καλή μέρα". Η καλοσύνη όμως αυτής της ημέρας είναι συζητήσιμη».

Αλλά αισθάνομαι πως αξίζει ν' αφιερώσω ένα ακόμα σημείωμα (τουλάχιστον) για τις σπουδαίες αυτές συνομιλίες των γυναικών και των ανδρών της Ηπείρου.

---------------------------------

Λαϊκές αυτοβιογραφίες ΙΙ


Τις λαϊκές αυτοβιογραφίες συνηθίζεται να τις λένε τώρα «αφηγήσεις ζωής». Προτιμώ το πρώτο, διότι δηλώνει αφ' εαυτού τη σημασία που έχουν για τη Λαογραφία οι τρόπον τινά ανώνυμοι, άσημοι αφηγητές (κάτι ανάλογο, ας πούμε, με τις παραδοσιακές αφηγήτριες και τους αφηγητές των λαϊκών παραμυθιών). Ο προσδιορισμός «αφήγηση ζωής» δεν αποκλείει καταρχήν και αφηγήσεις γνωστών, με κάποιον τρόπο επώνυμων προσώπων, που ενδιαφέρουν επίσης τη Λαογραφία, όχι πάντως όσο η κατηγορία των λαϊκών με την παραπάνω έννοια αφηγητών.

Ο δεύτερος τόμος της κυρίας Σκοπούλη (στον οποίο αναφέρθηκα στο προηγούμενο σημείωμα) περιλαμβάνει 63 αυτοβιογραφίες. Πέρα από τη φόρτιση των έκτακτων γεγονότων, που επηρέασαν δυνατά την ανθρωπογεωγραφία της Ηπείρου, δίνεται αυτονόητα και η όλη οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική κατάσταση. Μια γενική εικόνα χαρακτηρίζεται, θα έλεγα, από μιαν ισότητα της φτώχειας, με λίγες εξαιρέσεις, κάποιους τσελιγκάδες ή κατόχους μεγαλύτερων περιουσιών: «Εμείς ποτέ δεν πεινάσαμε, γιατί πάντα είχα ζώα, έσπερνα στάρια, καλαμπόκια, απ' όλα», υπερηφανεύεται ένας. Και λίγοι άλλοι: «Όχι, δεν είχαμε φτώχεια, γιατί είχαμε βιος και δουλεύαμε όλοι πάρα πολύ». Το μεγάλο πλήθος πάντως ήταν μικροαγρότες, με κάποιο μικρό χωράφι, λιγοστά ζώα. Και χτίστες που περιόδευαν, άλλοι εργάτες που πρόσφεραν τη δουλειά τους φεύγοντας κι αυτοί για περισσότερο ή λιγότερο χρόνο από το χωριό. Υπήρχαν και οι ολότελα άποροι: «Υπήρχε μεγάλη φτώχεια στον κόσμο. Ερχόταν κάτι γυναικούλες στο μαγαζί και ζητιάνευαν. Τους δίναμαν ψωμί, κάνα πενταράκι. [O πληροφοριοδότης είχε καφενείο και μπακάλικο μαζί.] Δεν συζητάμε για κρεβάτι. Η ψάθα είταν αριστοκρατία. Ερχόμουν στα Γιάννενα κι αγόραζα ψάθα και ρίχναμε επάνω κι ένα τραγί, υφαντό από γίδινο μαλλί».

Κάποιοι καταλαβαίνουν ότι, παρά το γεγονός π.χ. ότι η θνησιμότητα των παιδιών (αλλά και των μητέρων, «πάνω στη γέννα»), που άλλοτε είταν υψηλότατη («τότε οι γυναίκες κάναν όσα παιδιά ερχόταν, τα μισά πέθαιναν»), έχει τώρα σχεδόν μηδενιστεί, η εκσυγχρονισμένη εντούτοις κοινωνία ασθενεί διαφορετικά: «Τότε είταν αλλιώς. Ο κόσμος έχει χαλάσει πολύ. Αυτό το χάλασμα δεν είναι καλό», λέει ο γέροντας των 103 χρονών.

Οι ιστορίες αυτές κανονικά πρέπει να προκαλούν το αμέριστο ενδιαφέρον όχι μόνο της Λαογραφίας, αλλά και άλλων επιστημών του ανθρώπου, προπάντων της Ιστορίας. Όμως οι επιστήμονες ιστορικοί απαξίωναν ολότελα για πολύν καιρό (αρκετοί ή πολλοί, ακόμη και τώρα) τις λαϊκές αφηγήσεις με το σκεπτικό ότι απλοί και απλοϊκοί άνθρωποι, επηρεασμένοι κιόλας από ιδεολογικές και άλλες προσωπικές προκαταλήψεις, δεν πήγαιναν πιο πέρα από δίχως κύρος υποκειμενικότητες, χωρίς τα αναγκαία ιστορικά «εργαλεία». Παραγνωριζόταν, αντιπαρατήρησα κάποτε, ότι οι μη επιστημονικές αυτές υποκειμενικότητες συγκροτούν όλες μαζί (γιατί όχι: συνθέτουν) και μιαν άλλη, ερήμην της επίσημης Ιστορίας, δική τους, πυκνή αντικειμενικότητα.

Αργότερα προσέχθηκαν λιγότερο απαξιωτικά, έφτασαν μάλιστα μερικοί επιστήμονες να τις υπολογίζουν και ως ιστορία, ως Oral History. Κι αφού το είπαν πια αυτό οι ξένοι, το είπαν και οι δικοί μας, με τις ίδιες τις ξένες λέξεις (τι ξένες...), προσδίδοντες έτσι, φαίνεται, περισσότερο κύρος.

Αλλά έμεινε πάλι έξω κάτι, που θα ήθελα να το πω στο επόμενο σημείωμα.

---------------------------------

Λαϊκές αυτοβιογραφίες ΙΙΙ


Το άλλο, λοιπόν, που θέλω να πω ακόμα για τις λαϊκές αυτοβιογραφίες, τις οποίες η Λαογραφία εντάσσει στα είδη της προφορικής λαϊκής λογοτεχνίας, είναι ότι, ακριβώς, υπάρχει μια σχέση με την ποίηση.

Βέβαια, η ποίηση ως έννοια είναι από τις πιο δυσπροσδιόριστες, μολονότι συγχρόνως σχεδόν όλοι διαισθανόμαστε τι περίπου είναι, τι σημαίνει.

Ένα πρώτο και καθοριστικό βήμα προς τη διευκρίνισή της έκανε ο Αριστοτέλης όταν είπε, σύμφωνα με τη διατύπωση του Ιωάννη Συκουτρή (στην έκδοση της Ποιητικής), «ότι ο ποιητής είναι των μύθων ποιητής και όχι των μέτρων 9,9, ότι του Ηροδότου το έργον, και αν εγράφετο σε στίχους δεν θα έπαυε να είναι ιστοριογραφία 9,2, εφόσον η διάκρισις μεταξύ ποιήσεως και ιστοριογραφίας κείται πολύ βαθύτερα, εις το περιεχόμενον».
Το καθοριστικό πρώτο βήμα του Αριστοτέλη έγκειται στην ελευθέρωση της ποίησης από την αναγκαιότητα της μετρικής μορφής, στην ανάδειξη και στον εντοπισμό της ουσίας της ποίησης, κατεξοχήν, στο περιεχόμενο.

Βέβαια, η διευκρίνιση της έννοιας του περιεχομένου της ποίησης παραμένει, κι αυτή, ως πρόβλημα (το «καθόλου» της ζωής, το οποίο μιμείται κατά τον Αριστοτέλη ο ποιητής, νομίζω πως δεν αρκεί για μια ικανοποιητική διευκρίνιση του περιεχομένου, πβ. και Συκουτρή, ό.π., σελ.59). Εντούτοις, η συσχέτιση του ποιητικού περιεχομένου με τον μύθο διευκολύνει ως έναν βαθμό τη διευκρίνισή του. Γιατί ο Μύθος είναι βέβαια αντίθετος προς τον Λόγο, τον ορθολογισμό, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι ο Μύθος είναι χωρίς Νόημα, κάθε άλλο. Και το νόημα αυτό περιέχει και στοιχεία του Λόγου, αλλά και στοιχεία από άλλες δυνάμεις εσωτερικές του ανθρώπου, τα Συναισθήματά του, κατ' επέκταση τα Πάθη, την αισθητικοποίηση του τρέχοντος λόγου, ώστε να εκφράζει ο άνθρωπος την αγωνία, τον πόνο, όλο το μέσα του είναι, όσο γίνεται εντονότερα και δραματικότερα. Αυτά όλα δρουν όχι μόνο –ούτε τόσο πολύ– στον μύθο, αλλά μέσα στην ίδια την καθ' ημέραν ζωή.

Όταν διάβαζα τα λόγια μιας Ηπειρώτισσας που έλεγε: «Όλη μέρα στο χωράφι. Και να ποτίζεται το χώμα με το αίμα των γυναικών κάθε μήνα. Ούτε βρακί δεν φόραγαν τότε» (γιατί δεν είχαν ν' αγοράσουν), ή όταν ιστορούσε μια άλλη τα πάθια της θυγατέρας της κι έλεγε: «Τέσσερα χρόνια παντρεμένη και πέθανε ο άντρας της. Την άφησε με μωρό παιδί. Εκεί να δεις τι πέρασα. Και τι πέρασε. Να σηκώνεται μέσα στη νύχτα, και με την κουβέρτα αγκαλιά να τρέχει στο νεκροταφείο να σκεπάσει τον άντρα της για να μην κρυώσει. Πόσο ν' αντέξεις; Γίνονται τα νεύρα σου σμπαράλια», όταν διάβαζα, λοιπόν, τέτοια πράγματα, δεν αποθησαύριζα μόνο πληροφορίες, σύγχρονα ένιωθα μια ποιητική συγκίνηση να με διαπερνά.

Γι' αυτό, καθώς πιστεύω ότι τέτοιες αφηγήσεις ασφαλώς είναι Ιστορία, σκέπτομαι ότι μια σχέση συνδέει την Ιστορία με την Ποίηση.

Κλασσικοί φιλόλογοι υποστηρίζουν για τον Θουκιδίδη, τον κατεξοχήν εκλογικευμένον ιστορικό, που πρώτος τόνισε, μάλιστα με έμφαση και πλήθος παραδείγματα –όχι μόνο τον Πελοποννησιακό πόλεμο, αλλά και τον Τρωικό, ακόμα και δεδομένα από τους πριν από αυτόν αιώνες, όπως και την Πεντηκονταετία που μεσολάβησε ανάμεσα στο τέλος των Μηδικών και στην έκρηξη του Πελοποννησιακού– ότι οι πόλεμοι αλλά και τα έργα της ειρήνης γίνονται αποκλειστικά με οικονομικά κίνητρα (όλα τ' άλλα είναι αφορμές), υποστηρίζουν, λοιπόν, ότι ο λογοκρατούμενος αυτός μέγας ιστορικός δέχθηκε την επίδραση των τραγικών ποιητών, προπάντων του Αισχύλου. Και ο Άγγλος ιστορικός Θωμάς Macaulay έλεγε ότι η περιγραφή της υποχώρησης των Αθηναίων από τις Συρακούσες είναι «το ανυπέρβλητο της ανθρώπινης τέχνης».


Οι φωτογραφίες είναι του Κώστα Μπαλάφα.

Αναδημοσίευση από το diastixo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου