Μα, πρέπει να έχεις κάτι να πεις

Συνεντεύξεις με Ηπειρώτες
δημιουργούς


Από τον Πρόλογο...

Καλλιτέχνες και συγγραφείς. Του πνεύματος και της ψυχής. Ηπειρώτες δημιουργοί. Γνωστοί και άγνωστοι και κάθε ηλικίας. Είναι και αυτοί που πάνε την ιστορία ένα βήμα μπροστά. Είναι και αυτοί που δίνουν νόημα στη ζωή μας. Όπως έλεγε κι ο Μπρεχτ, μέσα στην τέχνη οι άνθρωποι απολαμβάνουν τη ζωή.
Για να μένει ένα κομμάτι του τόπου και του χρόνου. Για να μην χαθεί η ιστορία. Γι' αυτό και το βιβλίο τούτο.


 Σχετικά

  • Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δωδώνη (2003), 222 σελίδες. ISBN 960-385-172-8, ISBN- 13-978-960-385-172-1
  • Θα το βρείτε στα βιβλιοπωλεία και στο διαδίκτυο
  • Από την παρουσίαση του βιβλίου στην Αθήνα 

Παρουσιάζει ο Νίκος Αντωνάκος, σκηνοθέτης, δημοσιογράφος.
Στοά του βιβλίου, 3 Ιουνίου 2003, 7:30 μμ

Κυρίες και κύριοι καλησπέρα.

Πριν αναρωτηθείτε τι θέλει ένας Αγρινιώτης στην Ήπειρο, σπεύδω να σας πω ότι κατά καιρούς η Ήπειρος έφτανε μέχρι το Αγρίνιο. Και άλλοτε, ανάλογα με τα ιστορικά γυρίσματα, η Αιτωλοακαρνανία έπαιρνε κομμάτια της Ηπείρου και έφτανε μέχρι την Άρτα. Κανένας, επομένως, δεν ξέρει τι δεσμοί αίματος με ενώνουν με αυτό το υπέροχο, αλλά και τόσο αδικημένο από την κεντρική διοίκηση, κομμάτι της Ελλάδας. Δεύτερη δικαιολογία, σίγουρη αυτή τη φορά, που μου επιτρέπει να παρουσιάσω το βιβλίο μιας Ηπειρώτισσας εγώ ένας Αγρινιώτης, ένα βιβλίο που έχει να κάνει καθαρά με Ηπειρώτες, είναι που στην πατρίδα μου το Αγρίνιο υπάρχουν ακόμα πέτρινα σπίτια καταπληκτικά. Σπίτια που έχτισαν με μεγάλο μεράκι Ηπειρώτες. Σπίτια που μόνο οι Ηπειρώτες μάστορες ξέρουν να χτίζουν. Να σας πω ακόμα πως το πρώτο ψωμί που έφαγα στη ζωή μου, και μάλιστα χρεωμένο στο τεφτέρι, Ηπειρώτης φούρναρης μας το ζύμωνε. Να σας πω για τα τραγούδια της Ηπείρου; Για τους μύθους; Για τους αγώνες; Για την μετανάστευση της περιοχής; Για τους αγρότες; Για τις αγωνίες, για τις ελπίδες, για την πίστη αυτών των ανθρώπων;
Ποιος δεν γνωρίζει πως έχουμε να κάνουμε με έναν «λαό» διαβολεμένο. Έναν «λαό» που με ό,τι καταπιάνεται το φέρνει σε αίσιο τέλος. Ένα «λαό» που έβαλε, και εξακολουθεί, βέβαια, να βάζει, τη σφραγίδα του σε όλα τα ζητήματα της Ελλάδας. Στην πολιτική, στην επιστήμη, στην τέχνη. Που έχει σκορπίσει στους τέσσερις ορίζοντες της γης. Ένα λαό που όποια πέτρα και αν σηκώσεις αυτός θα την έχει πελεκίσει και θα της έχει δώσει σχήμα, μιλιά, ζωή.
Άντε, λοιπόν, να κλείσεις αυτόν τον υπέροχο και αγωνιστή «λαό» σε ένα βιβλίο. Και μάλιστα σε ένα επίτομο βιβλίο, μόλις 220 σελίδων. Είναι σίγουρο, ότι η κυρία Σκοπούλη με το βιβλίο της «Μα, πρέπει να έχεις κάτι να πεις», έγραψε, ας πούμε, μόνον έναν πρόλογο. Μας γνώρισε ένα μικρό μόνο κομμάτι από το μεγάλο λιβάδι των Ηπειρωτών διανοουμένων, καλλιτεχνών, ανθρώπων γενικά που αναγνωρίστηκαν. Αλλά και ανθρώπων απλών, της καθημερινής βιοπάλης.
Έχει, λέτε, μικρή αξία αυτή η απόπειρα; Πιστεύω πως όχι! Αντίθετα το βιβλίο της Γεωργίας Σκοπούλη, ανοίγει την όρεξη. Βάζει ιδέες στην ίδια και σε άλλους συγγραφείς να καταγράψουν όλη αυτή τη δυναμική, όλους αυτούς τους ανθρώπους. Να ελευθερώσουν όλον αυτόν τον πλούτο της σκέψης.
Όμως, τι είναι το βιβλίο της Σκοπούλη; Η ίδια δεν θεωρεί τον εαυτό της, γι αυτό το βιβλίο και από αυτό το βιβλίο, συγγραφέα. ‘Όμως, δεν έχει δίκιο. Αν πάρει κάποιος τις ερωτήσεις και τις βάλει σε σειρά, αλλά και έτσι ανακατεμένες να τις αφήσει, θα διαπιστώσει πως η συγγραφέας ρωτώντας ανοίγει παράθυρα. Παράθυρα από τα οποία ξεχύνονται γερές σκέψεις. Η Σκοπούλη εκφράζει άποψη. Η Σκοπούλη έκανε τη δουλειά ενός ντοκιμαντερίστα. Έστησε τη μηχανή της απέναντι από το γεγονός και το κατέγραψε.
Κατέγραψε, απλώς, ό,τι έβλεπε; Όχι, βέβαια! Κάθε ντοκιμαντερίστας που σέβεται τον εαυτό του επιλέγει τις γωνίες που θα στήσει τη μηχανή του. Και στη συνέχεια, με το μοντάζ και τα άλλα στοιχεία που προσθέτει στο έργο, στην αλήθεια του γεγονότος προσθέτει και τη δική του αλήθεια. Αυτό έκανε και η Σκοπούλη. Προσέγγισε αυτούς τους ανθρώπους, τους ανθρώπους που της αποκάλυψαν τις σκέψεις τους, τους ανθρώπους που της έδωσαν τις συνεντεύξεις, όπως κάνει ο καλός κινηματογραφιστής. Τους άφησε να μιλήσουν. Να αυτοπαρουσιαστούν. Να πούνε, τελικά, ποιοι είναι και τι θέλουν. Αυτή, όμως, είχε το γενικό πρόσταγμα. Ρωτούσε συγκεκριμένα πράγματα και με τις ερωτήσεις της εξέφραζε άποψη, αποζητούσε συγκεκριμένες απαντήσεις.
Και είναι αυτό Λογοτεχνία, θα ρωτήσει κάποιος; Δεν είμαι εγώ ο ειδικός που θα το κατατάξω. Εγώ, όμως, θα πω –και έχω αυτό το δικαίωμα– ότι το βιβλίο της Σκοπούλη είναι χρήσιμο. Γιατί μου έδωσε την ευχαρίστηση, να επικοινωνήσω με πενήντα περίπου συνανθρώπους μου. Συνανθρώπους μου εκλεκτούς, γεμάτους μεράκια, αγωνίες, επιθυμίες. Συνανθρώπους μου, που άλλους έχω την τύχη –και την τιμή– να τους γνωρίζω προσωπικά και άλλους όχι. Το βιβλίο που εξετάζουμε μου έδωσε την ευκαιρία να ξανασυναντήσω ανθρώπους όμορφους που ξέρω. Και μου έδωσε επίσης την ευκαιρία να κάνω καινούριους φίλους, καινούριες γνωριμίες με επίσης όμορφους και άξιους ανθρώπους.
Και όλοι αυτοί οι άνθρωποι, παλιοί και νέοι φίλοι μου, και φίλοι σας ελπίζω, με τις πενήντα περίπου συνεντεύξεις τους, με τις βαθιές και χωρίς δόλο εξομολογήσεις τους, αγκάλιασαν όλο το φάσμα των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Μιλάνε για την τέχνη, για την πολιτική, για τον έρωτα, για τις παραδόσεις, για τα μεγάλα και για τα μικρά ταξίδια τους... και ταξίδια μας.
«Δεν είχα ταλέντο, είχα επιθυμία», δηλώνει ένας ζωγράφος στο βιβλίο. Τι κουβέντες μεστές! «... Δεν είμαι μόνος μου· και άλλοι άνθρωποι ανιχνεύουν χώρους που μπορούν να διοχετεύσουν τις ανησυχίες, αλλά και να πάρουν τις ανησυχίες άλλων...», δηλώνει ένας άνθρωπος του θεάτρου σε άλλες σελίδες του βιβλίου. «... Θέλω να περνάνε μηνύματα μέσα από τα έργα μου που να έχουν σχέση με την καλυτέρευση της ζωής των ανθρώπων», λέει ένας τρίτος.
Σε όποια σελίδα του βιβλίου και αν σταθείς, πάνω σε ζεστές και βαθιά ανθρώπινες γραμμές θα ακουμπήσεις. Και αυτές οι βαθιά ανθρώπινες γραμμές είναι καμωμένες από μεστές λέξεις. Από λέξεις με βάρος. «Και πού βρίσκετε τα υλικά;» ρωτάει η συγγραφέας. «Από τα βουνά της πατρίδας μου, μπορεί να είναι ξύλα χλωρά, είτε ξεχασμένα από δεκάδες χρόνια, αλλά ανθεκτικά, στον ήλιο, τη βροχή, και ορισμένα δυσκολοδούλευτα όπως χρυσόξυλο, ρείκι, φιλίκι, βελανιδιά, πουρνάρι, κέδρος, φτελιάς», απαντάει ένας βραβευμένος με πρώτο βραβείο ξυλογλύπτης.
Όλο το βιβλίο μυρίζει Ήπειρο. Νοιάζεται για την Ήπειρο. Νοιάζεται για την πολιτική, οικονομική και, κυρίως, πολιτιστική ζωή της περιοχής. Νοιάζεται για τα αρχαία χαλάσματα, με τα οποία είναι γεμάτη η Ήπειρος, αλλά και για τις σύγχρονες προσπάθειες, που και αυτές είναι σπαρμένες σε ολόκληρη την περιοχή. «Άρχισα να γράφω στίχους από τα 17 μου χρόνια στην εθνική αντίσταση», λέει ο γνωστός και άξιος συγγραφέας που φιλοξενείται στο βιβλίο. «Χωριζόμαστε σε ομάδες, χωρίζουμε την Ήπειρο σε ανθρωπογεωγραφικές ενότητες, όμως έχουμε συχνή επικοινωνία μεταξύ μας, συζητάμε τα ευρήματα και ξανασυνεχίζουμε», λέει ο καθηγητής πανεπιστημίου, υπεύθυνος μιας σοβαρής ομάδας που ασχολείται με σεβασμό και ζήλο με τη μουσική παράδοση της περιοχής.
Είναι, σίγουρα, χρήσιμο το βιβλίο της Σκοπούλη. Γιατί απαντάει, μέσα από τους ανθρώπους που μοχθούν. στο ερώτημα που έντεχνα μπαίνει από πονηρούς των πονηρών καιρών μας, αν τάχα μου έχει βουλιάξει ο κόσμος. Όχι! Ο κόσμος όχι μόνον δεν έχει βουλιάξει, δεν έχει πνιγεί μέσα στην αθλιότητα και τη μιζέρια, αλλά αντίθετα παλεύει και δημιουργεί κόντρα σε όλες τις αναποδιές και τις παραλείψεις. Και χαίρεσαι να ακούς ανθρώπους να έχουν πίστη, σε εποχές που δεν είναι της μόδας τα ιδανικά και η προσφορά. Και τέτοιοι άνθρωποι είναι όλοι οι άνθρωποι του βιβλίου.
Αλλά μπορεί κάποιος να παραβλέψει και την Λογοτεχνική αξία του βιβλίου; Δεν είναι λίγες οι συνεντεύξεις που δημιουργούν ατμόσφαιρα, μεταφέρουν νοήματα, έχουν εικαστική πληρότητα. Κάποιες μάλιστα είναι μικρά λογοτεχνικά αριστουργήματα. Γιατί μπορούν περιφραστικά και με δύναμη να προσφέρουν συγκίνηση και προβληματισμό. Συστήνω, λοιπόν, το βιβλίο να ιδωθεί και έτσι. Ο αναγνώστης να σταθεί γαλαντόμος και να αρπάξει όλες τις πλευρές του βιβλίου. Να πάρει τις πληροφορίες, να κάνει τις γνωριμίες με τους ερωτώμενους, αλλά να σκύψει και πάνω στον πλούτο των λέξεων, των νοημάτων και των προβληματισμών, των ανθρώπων που μιλάνε στη συγγραφέα.
Πόσοι από αυτούς, με τα μικρά και σεμνά «βιογραφικά», δεν μας αποκαλύπτονται «ήρωες» μυθιστορημάτων με ταραγμένους βίους και απρόβλεπτες μεταπτώσεις στη ζωή και το έργο τους. «Γεννήθηκα στις 25 Μαρτίου 1923, από Γιαννιώτες γονείς, από πατέρα ωρολογοποιό και μάνα δασκάλα. Στα πέντε μου χρόνια ορφάνεψα από μάνα και λίγο αργότερα από πατέρα. Η αδελφή της μάνας μου, δασκάλα κι αυτή, με έμαθε γράμματα, ιστορία, αγάπησα τις καλές τέχνες. Μαθητή της Ζωσιμαίας με βρίσκει η Γερμανική κατοχή, αιχμάλωτος με είκοσι άλλα παιδιά για να καθαρίζουμε από πολεμικό υλικό διάφορες περιοχές, μελλοθάνατος, φυλακισμένος, εμπειρίες που σημαδεύουν για πάντα τη ζωή μου, που σε κάνουν να νοιώθεις τι σημαίνει ελευθερία, σκλαβιά, αγώνας. Στη φυλακή, στην παλιά Ζωσιμαία Σχολή πήρα τη μεγάλη απόφαση να ασχοληθώ με την τέχνη. Οι συγκρατούμενοί μου είναι τα μοντέλα μου για σκιτσάρισμα». Πώς να διαβάσεις αυτή την αφήγηση; Είναι αυτό απλά μια συνέντευξη;
«Ήρθαν μεγάλοι σήμερα
στο εργαστήρι μου,
λέει ο ίδιος σε ένα του ποίημα που παρατίθεται στο βιβλίο,
κι εγώ δεν χωρούσα
ν’ απλώσω τα βιβλία μου
ούτε να δουλέψω
τις μεγάλες φόρμες μου.
Τότε άκουσα
τη μουσική τους.
Ήταν ίδια
σαν και αυτή που ακούω
50 χρόνια τώρα!
Την κατέγραψα
στο μαγνητόφωνο
για να την μελετήσουν
οι μουσικολόγοι,
οι ειδικοί
Έμαθα, πως Αυτοί
δεν γνώριζαν
από μουσική...»

Είναι, λοιπόν, απλώς συνεντεύξεις το βιβλίο της Σκοπούλη; Μπορεί να είναι και έτσι. Όμως, αυτά που γράφονται εκεί μέσα έχουν όλους τους καημούς των λέξεων. Όλους τους καημούς της τέχνης. Και έχεις την αίσθηση, αρκετές φορές, πως διαβάζεις ατόφια κομμάτια καλής Λογοτεχνίας, ατόφια κομμάτια εμπεριστατωμένων δοκιμίων για την αισθητική και για την τέχνη. Και, σίγουρα, πλουτίζεις τη σκέψη σου με τις σκέψεις άλλων ανθρώπων. Διασταυρώνεις τις ιδέες σου με τις ιδέες άλλων ανθρώπων. Ξαναθυμίζω: «Δεν είμαι μόνος μου. Και άλλοι άνθρωποι ανιχνεύουν χώρους που μπορούν να διοχετεύσουν τις ανησυχίες, αλλά και να πάρουν τις ανησυχίες άλλων…»
Αυτό ακριβώς το όμορφο αλισβερίσι γίνεται στις σελίδες του βιβλίου, «Μα, πρέπει να έχεις κάτι να πεις». Ακούς σκηνοθέτες, ποιητές, μουσικούς, τραγουδιστές, γλύπτες, ζωγράφους, ανθρώπους του θεάτρου, θεωρητικούς... Για την ακρίβεια δεν ακούς, αισθάνεσαι! Γιατί όλοι οι άνθρωποι του βιβλίου δεν μιλάνε, ευωδιάζουν. Ευωδιάζουν και γιατί είναι, φαίνεται στη φύση τους, αλλά και γιατί οι συνεντεύξεις δόθηκαν στην επαρχία, μακριά από τα εμπορικά κυκλώματα και την ανάγκη των δημοσίων σχέσεων, εκεί, δηλαδή, που ο άνθρωπος, εκ των πραγμάτων, αλλοιώνεται, γίνεται μέρος της φθοράς.
Όλοι οι άνθρωποι που μίλησαν στη Σκοπούλη, μακριά από τις σειρήνες –και τους φόβους, γιατί όχι– μίλησαν με ξεχωριστή ειλικρίνεια. Και αυτό έγινε και γιατί, ίσως, οι ίδιοι είναι πράγματι ειλικρινείς, αλλά και γιατί ξέρανε πώς μιλούσανε «μεταξύ» τους. Σε ανθρώπους, δηλαδή, που πήγανε στο ίδιο σχολείο, που κρύφτηκαν στους ίδιους αχυρώνες, που μοιράστηκαν την ξενιτιά. Που μοιράζονται τώρα τις ίδιες αγωνίες για τον τόπο τους. Που βιώνουν τις ίδιες ελλείψεις.
«Δεν θεωρώ τον εαυτό μου φτασμένο καλλιτέχνη», λέει ένας πράγματι γνωστός και καταξιωμένος γλύπτης, «ίσως για τους έξω να είμαι. Προσπαθώ αλλά δεν φτάνω, ίσως καλύτερα έτσι γιατί αν φτάσεις πεθαίνεις κιόλας». Πλούσιο το βιβλίο από τέτοιες και τόσο καθαρές σκέψεις.
«Απαραίτητη προϋπόθεση για να αλλάξουμε και εμείς (αλλά να αλλάξουμε) και τον κόσμο είναι η αντίσταση σε ό,τι άσχημο βλέπουμε γύρω μας και η συνεχής άσκηση για να απαιτήσουμε τη γνώση τον παρελθόντος, για να μπορέσουμε να δομήσουμε τον επόμενο αιώνα, και είναι τα νέα παιδιά η ελπίδα μας, γιατί αυτά θα μας δείξουν το δρόμο», λέει. ο επίσημος καλλιτέχνης-φωτογράφος του Μουσείου του Λούβρου.
Γεμάτο το βιβλίο από αληθινές και τίμιες καλλιτεχνικές, πολιτικές, κοινωνικές ανησυχίες. Στο βιβλίο της Σκοπούλη, δεν έχουμε να κάνουμε με «προσωπικές» συνεντεύξεις. Συνεντεύξεις εγωιστικές που μιλάνε ασταμάτητα για τα «προσωπικά» τους. Εδώ έχουμε να κάνουμε με «ταγμένους» ανθρώπους που το προσωπικό το βλέπουνε μέσα από το συλλογικό. Δεν ακούς πολλές φορές τη λέξη «εγώ». Και όταν την ακούς, τις περισσότερες φορές, αναφέρεται στις ευθύνες του καλλιτέχνη απέναντι στο σύνολο.
Μόλις τελείωσα το διάβασμα του βιβλίου της Σκοπούλη έκανα ένα πείραμα. Σας συνιστώ να κάνετε το ίδιο και εσείς, παρουσιάζει τρομερό ενδιαφέρον. Ξαναδιάβασα το βιβλίο, αυτή τη φορά χωρίς να «βλέπω» τα ονόματα αυτών που έδωσαν τις συνεντεύξεις. Διάβασα, δηλαδή, τις πενήντα περίπου διαφορετικές συνεντεύξεις σαν να ήταν μια και μοναδική συνέντευξη. Και, πιστέψτε με, ήταν σαν να μιλούσε ένας άνθρωπος! Γιατί όλοι οι άνθρωποι του βιβλίου έχουν την ίδια αγωνία, έχουν την ίδια προσέγγιση για τη ζωή και τον άνθρωπο.
Τελικά έχουμε να κάνουμε με πενήντα αγίους; Όχι, βέβαια! Έχουμε να κάνουμε με πενήντα ανθρώπους. Με πενήντα ζωντανούς ανθρώπους. Με πενήντα ανθρώπους που σε εποχές αλλοιωμένες αγωνίζονται για το γνήσιο. Ανάμεσά τους βέβαια και η συγγραφέας.
Το βιβλίο της Σκοπούλη, δεν έχει νόημα να το κατατάξουμε σε κάποια κατηγορία. Να μπούμε σε κουβέντες που δεν έχουνε αξία. Το βιβλίο είναι μια ανθολογία, μια ανθολογία ανθρώπων, ορισμένων ανθρώπων, ορισμένης περιοχής. Μέσα στο βιβλίο της Σκοπούλη δεν χώρεσε, βέβαια, ύλη η πνευματική Ήπειρος. Αυτό δεν ήταν δυνατόν. Χώρεσε μόνον ένα κομμάτι της. Και αυτό το κομμάτι, όχι σε αντίθεση και σε σύγκρουση, μαζί με το άλλο κομμάτι, με αυτούς που λείπουν, σε απόλυτη συμφωνία, όλοι μαζί, και αυτοί που δήλωσαν «παρών» στο βιβλίο και οι άλλοι που απουσιάζουν για πολλούς και διαφόρους λόγους από αυτή την απόπειρα, όλοι μαζί οι καλλιτέχνες, οι διανοούμενοι, οι λογοτέχνες, είναι η περηφάνια της περιοχής.

Θέλω να κλείσω με δυο λόγια για την κ. Γεωργία Σκοπούλη. Δεν την γνωρίζω, δεν είναι φίλη μου. Είναι σήμερα, ίσως, η τρίτη φορά που τη βλέπω. Ό,τι είπα, λοιπόν, για το βιβλίο της δεν είναι αποτέλεσμα «φιλικής εξυπηρέτησης». Είναι αποτέλεσμα ανεπηρέαστης εκτίμησης.
Θεωρώ ότι έκανε μια σοβαρή δουλειά. Εμένα μου έδωσε τη δυνατότητα να γνωρίσω πενήντα άξιους ανθρώπους. Την ευχαριστώ. Εύχομαι και οι άλλοι αναγνώστες του βιβλίου της, που ελπίζω να είναι πολλοί, να βρούνε και εκείνοι σε αυτό τις αρετές που βρήκα εγώ.

Σας ευχαριστώ και εσάς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου